- ἀποσκίμπτω
- ἀποσκίμπτω1 throw down ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) O. 6.101
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αποσκίμπτω — ἀποσκίμπτω (Α) αποσκήπτω, ρίχνω … Dictionary of Greek